quadriennal(e) <-aux> [k(w)adʀijenal, o] ΕΠΊΘ
1. quadriennal (qui a lieu tous les quatre ans):
2. quadriennal (qui dure quatre ans):
- quadriennal(e) rotation
-
- plan quadriennal
- Vierjahresplan αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.