régnant(e) [ʀeɲɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. régnant:
2. régnant (en cours):
- régnant(e)
-
prévenant(e) [pʀev(ə)nɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
poignant ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.