poubelle [pubɛl] ΟΥΣ θηλ
1. poubelle (dans la cuisine):
2. poubelle (devant la porte):
- poubelle
- Mülltonne θηλ
- poubelle pour déchets biodégradables
-
3. poubelle (dans un lieu public):
- poubelle
- Abfallkorb αρσ
sac-poubelle <sacs-poubelles> [sakpubɛl] ΟΥΣ αρσ
- sac-poubelle
- Müllbeutel αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.