opaque [ɔpak] ΕΠΊΘ
1. opaque (↔ transparent):
2. opaque (dense):
- opaque brouillard, fumée
-
- opaque nuit, obscurité
-
3. opaque (hermétique):
- opaque texte, mot
-
- opaque personnage, être
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.