nylon® [nilɔ͂] ΟΥΣ αρσ
1. nylon:
- nylon
- Nylon® ουδ
2. nylon ΑΛΙΕΊΑ:
- nylon (fil)
- Hauptschnur θηλ
-
- Schnurstärke θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.