I. mystique [mistik] ΕΠΊΘ
1. mystique:
-  mystique
-  
2. mystique (exalté, fervent):
-  mystique
-  
II. mystique [mistik] ΟΥΣ αρσ θηλ
-  mystique
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
