I. mourant(e) [muʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
2. mourant (faiblissant):
- mourant(e) musique, son
-
- mourant(e) feu, lumière
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.