obligeant(e) [ɔbliʒɑ͂, ʒɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. obligeant (complaisant):
2. obligeant (serviable):
I. négligent(e) [negliʒɑ͂, ʒɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. négligent:
II. négligent(e) [negliʒɑ͂, ʒɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ) (personne peu attentive)
désobligeant(e) [dezɔbliʒɑ͂, ʒɑ͂t] ΕΠΊΘ
obligeance [ɔbliʒɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.