international <-aux> [ɛ͂tɛʀnasjɔnal, o] ΟΥΣ αρσ ΑΘΛ
internationale [ɛ͂tɛʀnasjɔnal] ΟΥΣ θηλ
1. internationale ΑΘΛ:
2. internationale ΠΟΛΙΤ:
interrégional(e) <-aux> [ɛ͂tɛʀʀeʒjɔnal, o] ΕΠΊΘ
intercantonal(e) <-aux> [ɛ͂tɛʀkɑ͂tɔnal, o] ΕΠΊΘ
I. internationaliste [ɛ͂tɛʀnasjɔnalist] ΕΠΊΘ
II. internationaliste [ɛ͂tɛʀnasjɔnalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- linguiste
- linguistique
- linguistiquement
- liniment
- lino
- linternational
- lion
- lionceau
- lionne
- lipase
- lipide