I. insecticide [ɛ͂sɛktisid] ΕΠΊΘ
II. insecticide [ɛ͂sɛktisid] ΟΥΣ αρσ
I. infanticide [ɛ͂fɑ͂tisid] ΕΠΊΘ
II. infanticide [ɛ͂fɑ͂tisid] ΟΥΣ αρσ θηλ
III. infanticide [ɛ͂fɑ͂tisid] ΟΥΣ αρσ (meurtre)
I. insectivore [ɛ͂sɛktivɔʀ] ΕΠΊΘ
II. insectivore [ɛ͂sɛktivɔʀ] ΟΥΣ αρσ
I. pesticide [pɛstisid] ΕΠΊΘ
II. pesticide [pɛstisid] ΟΥΣ αρσ
liberticide ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- lingue
- linguiste
- linguistique
- linguistiquement
- liniment
- linsecticide
- linteau
- lion
- lionceau
- lionne
- lipase