individu [ɛ͂dividy] ΟΥΣ αρσ
1. individu:
2. individu ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ, ΒΙΟΛ:
-
- Individuum ουδ
I. individuel(le) [ɛ͂dividɥɛl] ΕΠΊΘ
II. individuel(le) [ɛ͂dividɥɛl] ΟΥΣ αρσ(θηλ) (sportif)
- individuel(le)
-
indivis(e) [ɛ͂divi[z], iz] ΕΠΊΘ ΝΟΜ
individualisé(e) [ɛ͂dividɥalize] ΕΠΊΘ
individualité [ɛ͂dividɥalite] ΟΥΣ θηλ
1. individualité:
2. individualité ΦΙΛΟΣ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.