laboureur (-euse) [labuʀœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ f peu usité λογοτεχνικό
1. laboureur:
- laboureur (-euse)
-
I. bagarreur (-euse) [bagaʀœʀ, -øz] ΕΠΊΘ οικ
II. bagarreur (-euse) [bagaʀœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ οικ
2. bagarreur (battant):
- bagarreur (-euse)
- Kämpfernatur θηλ
chiffreur (-euse) [ʃifʀœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- chiffreur (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- levure
- lexical
- lexicographie
- lexicologie
- lexique
- lhorreur
- liaison
- liane
- liant
- liard
- lias