I. électronique [elɛktʀɔnik] ΕΠΊΘ
II. électronique [elɛktʀɔnik] ΟΥΣ θηλ
électrique [elɛktʀik] ΕΠΊΘ
1. électrique ΗΛΕΚ:
2. électrique (saisissant):
I. tectonique [tɛktɔnik] ΕΠΊΘ
II. tectonique [tɛktɔnik] ΟΥΣ θηλ
-
- Tektonik θηλ
électroniquer ΡΉΜΑ
illectronisme ΟΥΣ
- illectronisme αρσ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- légitimiste
- légitimité
- legs
- léguer
- légume
- lélectronique
- Léman
- lémuriens
- lendemain
- lénifiant
- lénifier