interlope [ɛ͂tɛʀlɔp] ΕΠΊΘ
1. interlope (à l'air suspect):
- interlope personnage
-
- interlope personnage
-
2. interlope (illégal):
- interlope commerce
-
interlope ΟΥΣ
- interlope αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ, ΕΜΠΌΡ
- Schmugglerschiff ουδ
interlope ΕΠΊΘ
- navire interlope
-
interlope ΕΠΊΘ
- maison interlope
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.