I. gourmand(e) [guʀmɑ͂, ɑ͂d] ΕΠΊΘ
1. gourmand:
2. gourmand (avide):
- gourmand(e) bouche, regard
-
- être gourmand(e) de flatteries
-
3. gourmand (qui exige trop d'argent):
- gourmand(e)
-
gourmand ΕΠΊΘ
-
- speicherhungrig ειδικ ορολ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.