I. flou [flu] ΟΥΣ αρσ
1. flou:
-  flou
 -  Verschwommenheit θηλ
 
2. flou ΚΙΝΗΜ, ΦΩΤΟΓΡ:
-  flou artistique
 -  
 
-  flou artistique ειρων
 -  
 
4. flou (imprécision):
-  flou d'une pensée
 -  Unbestimmtheit θηλ
 
-  flou d'une argumentation
 -  Unklarheit θηλ
 
II. flou [flu] ΕΠΊΡΡ
-  flou
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- flou artistique