féodal <-aux> [feɔdal, o] ΟΥΣ αρσ
- féodal
- Feudalherr αρσ
féodal(e) <-aux> [feɔdal, o] ΕΠΊΘ
- féodal(e)
-
- féodal(e)
-
- État féodal
- Feudalstaat αρσ
- régime féodal
- Feudalherrschaft θηλ
- régime féodal
- Feudalwesen ουδ
- régime féodal
- Feudalismus αρσ
- système féodal
- Feudalsystem ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- régime féodal
- Feudalwesen ουδ
- État féodal
- Feudalstaat αρσ
- système féodal
- Feudalsystem ουδ
- seigneur [féodal]
- Landesfürst αρσ