I. excentrique [ɛksɑ͂tʀik] ΕΠΊΘ
1. excentrique (bizarre):
-  excentrique personne, manières
 -  
 
-  excentrique tenue
 -  
 
-  excentrique tenue
 -  
 
2. excentrique (périphérique):
-  quartier excentrique
 -  Außenbezirk αρσ
 
II. excentrique [ɛksɑ͂tʀik] ΟΥΣ αρσ θηλ (personne)
-  excentrique
 -  
 
III. excentrique [ɛksɑ͂tʀik] ΟΥΣ αρσ ΤΕΧΝΟΛ
-  excentrique
 -  Exzenter αρσ
 
-  
 -  Exzenterpresse θηλ
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- quartier excentrique
 - Außenbezirk αρσ
 
- Exzenterpresse θηλ