encart [ɑ͂kaʀ] ΟΥΣ αρσ
- encart
- Beilage θηλ
- encart publicitaire
-
- encart publicitaire
-
- encart publicitaire (dans les journaux)
- Zeitungswerbung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- encart publicitaire (dans les journaux)
- Zeitungswerbung θηλ