département [depaʀtəmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. département:
2. département (secteur):
- département d'un musée, ministère, d'une entreprise
- Abteilung θηλ
- département d'une université
- Fachbereich αρσ
3. département ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΠΟΛΙΤ:
- département CH
-
II. département [depaʀtəmɑ͂]
appointements [apwɛ͂tmɑ͂] ΟΥΣ αρσ πλ
-
- Gehalt ουδ
départemental(e) <-aux> [depaʀtəmɑ͂tal, o] ΕΠΊΘ
apparentement [apaʀɑ͂tmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.