alluvions [a(l)lyvjɔ͂] ΟΥΣ fpl
alluvial(e) <-aux> [a(l)lyvjal, jo] ΕΠΊΘ
déjections [deʒɛksjɔ͂] ΟΥΣ fpl
1. déjections (excréments):
2. déjections ΓΕΩΛ:
- déjections d'un volcan
- Auswurfmasse θηλ
dimensions θηλ πλ
-
- Abmessungen θηλ πλ
conclusions ΟΥΣ
-
- Anträge αρσ πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- daigner
- daim
- daine
- dais
- dalaï-lama
- dalluvions
- dalmatien
- daltonien
- daltonisme
- dam
- damage