I. cosmétique [kɔsmetik] ΕΠΊΘ
- cosmétique
-
II. cosmétique [kɔsmetik] ΟΥΣ αρσ
III. cosmétique [kɔsmetik] ΟΥΣ θηλ
- cosmétique
- Kosmetik θηλ
- cosmétique décorative
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- cosmétique décorative
- traitement cosmétique