constitutionnel(le) [kɔ͂stitysjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. constitutionnel (relatif à la législation constitutionnelle):
- constitutionnel(le)
-
2. constitutionnel (conforme à la constitution):
- constitutionnel(le)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.