compteur [kɔ͂tœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. compteur:
2. compteur (taximètre):
- compteur
- Taxameter αρσ
3. compteur (compteur d'électricité, de gaz, d'eau):
II. compteur [kɔ͂tœʀ]
- compteur d'eau
- Wasserzähler αρσ
- compteur d'électricité
- Stromzähler αρσ
- compteur Geiger
- Geigerzähler αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- compteur kilométrique
- Kilometerzähler αρσ
- compteur électrique
- compteur intermédiaire
- compteur volumétrique
- Volumenzähler αρσ