charitable [ʃaʀitabl] ΕΠΊΘ
- charitable personne
-
- charitable personne
-
- charitable âme
-
- charitable geste, acte
-
- charitable geste, acte
-
- charitable conseil
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.