catho
I. catholique [katɔlik] ΕΠΊΘ
1. catholique:
2. catholique μτφ οικ:
- ne pas être [très] catholique personne:
-
II. catholique [katɔlik] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.