I. boursier1 (-ière) [buʀsje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
II. boursier1 (-ière) [buʀsje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- boursier (-ière)
-
I. boursier2 (-ière) [buʀsje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ (relatif à la Bourse)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- capitalisation boursière
- crise boursière
- Börsenkrise θηλ
- transaction boursière
- représentant boursier / représentante boursière
- spéculateur boursier/spéculatrice boursière
- Börsenspekulant(in)
- valeur boursière/journalière