antiquité [ɑ͂tikite] ΟΥΣ θηλ
1. antiquité ΙΣΤΟΡΊΑ:
2. antiquité (période très reculée):
- antiquité
- Vorzeit θηλ
3. antiquité συχν πλ (œuvre d'art antique):
- antiquité
-
4. antiquité συχν πλ (objet, meuble ancien):
- antiquité
- Antiquität θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.