concurrentiel(le) [kɔ͂kyʀɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ
anticonceptionnel(le) [ɑ͂tikɔ͂sɛpsjɔnɛl] ΕΠΊΘ
I. concurrent(e) [kɔ͂kyʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. concurrent(e) [kɔ͂kyʀɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- concurrent(e)
-
torrentiel(le) [tɔʀɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ
I. anticonformiste [ɑ͂tikɔ͂fɔʀmist] ΕΠΊΘ
II. anticonformiste [ɑ͂tikɔ͂fɔʀmist] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.