I. régional(e) <-aux> [ʀeʒjɔnal, o] ΕΠΊΘ
1. régional (relatif à une région):
3. régional ΓΛΩΣΣ (usité en Allemagne et non en Suisse ou en Autriche):
II. régional(e) <-aux> [ʀeʒjɔnal, o] ΟΥΣ fpl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.