I. médiateur (-trice) [medjatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
1. médiateur:
- médiateur (-trice)
-
2. médiateur ΓΕΩΜ:
- médiateur (-trice)
-
II. médiateur (-trice) [medjatœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. médiateur (négociateur):
2. médiateur (intercesseur):
- médiateur (-trice)
- Mittelsmann αρσ
médiateur αρσ
- médiateur
-
médiateur ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.