

- volt
- volt
- une tension de 3 000 volts
- a tension of 3, 000 volts


- volt
- volt αρσ
- nine-volt battery
- pile de neuf volts
- V ΗΛΕΚ abrév écrite
- V, volt αρσ


- volt
- volt


- volt
- volt αρσ


- volt
- volt


- volt
- volt αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.