Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
thésaurisation [tezɔʀizasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. thésaurisation (de richesses, connaissances):
-  thésaurisation
-  
2. thésaurisation ΟΙΚΟΝ:
-  thésaurisation
-  
στο λεξικό PONS
thésaurisation [tezɔʀizasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
-  thésaurisation
-  
thésaurisation [tezɔʀizasjo͂] ΟΥΣ θηλ
-  thésaurisation
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
