tensiomètre [tɑ̃sjɔmɛtʀ] ΟΥΣ αρσ
1. tensiomètre ΤΕΧΝΟΛ:
- tensiomètre
-
2. tensiomètre ΙΑΤΡ:
- tensiomètre
-
-
- tensiomètre αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.