Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
symétrique [simetʀik] ΕΠΊΘ
1. symétrique (géométriquement):
- symétrique dessin, visage, points
-
2. symétrique (en logique, théorie des ensembles):
- symétrique relation
-
3. symétrique (homologue):
- symétrique attitudes, aides, objectifs
-
- arbustes plantés selon une disposition symétrique
-
στο λεξικό PONS
symétrique [simetʀik] ΕΠΊΘ a. ΜΑΘ
- symétrique
-
- symétrique de qc
- symmetrical to sth
-
- symétrique
-
- symétrique
symétrique [simetʀik] ΕΠΊΘ a. math
- symétrique
-
-
- symétrique
-
- symétrique
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- symétrique de qc
- symmetrical to sth