Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
suffocant (suffocante) [syfɔkɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. suffocant (étouffant):
- suffocant (suffocante) chaleur, atmosphère
-
2. suffocant (stupéfiant):
- suffocant (suffocante)
-
- suffocating heat
- suffocant
στο λεξικό PONS
suffocant(e) [syfɔkɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- suffocant(e) fumée, odeur
-
- suffocant(e) chaleur
-
-
- suffocant(e)
suffocant(e) [syfɔkɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
- suffocant(e) fumée, odeur
-
- suffocant(e) chaleur
-
-
- suffocant(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.