Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
rhumatism|al (rhumatismale) <αρσ πλ rhumatismaux> [ʀymatismal, o] ΕΠΊΘ
- rhumatismal (rhumatismale)
-
- rheumatic condition, pain
- rhumatismal
στο λεξικό PONS
rhumatismal(e) <-aux> [ʀymatismal, o] ΕΠΊΘ
- rhumatismal(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.