I. rhomboïde [ʀɔ̃bɔid] ΕΠΊΘ
- muscle rhomboïde
-
II. rhomboïde [ʀɔ̃bɔid] ΟΥΣ αρσ
1. rhomboïde ΜΑΘ:
- rhomboïde
-
2. rhomboïde ΑΝΑΤ:
- rhomboïde
-
-
- rhomboïde αρσ παρωχ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rhô
- rhodanien
- Rhode Island
- Rhodes
- Rhodésie
- rhomboïde
- Rhône
- Rhône-Alpes
- rhovyl
- rhubarbe
- rhum