I. rhomboid [βρετ ˈrɒmbɔɪd, αμερικ ˈrɑmˌbɔɪd] ΟΥΣ
- rhomboid
-
II. rhomboid [βρετ ˈrɒmbɔɪd, αμερικ ˈrɑmˌbɔɪd] ΕΠΊΘ
- rhomboid
-
- rhomboïdal (rhomboïdale)
- rhomboid
-
- rhomboid
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.