Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 printan|ier (printanière) [pʀɛ̃tanje, ɛʀ] ΕΠΊΘ
-  printanier (printanière) fleur, soleil
-  spring προσδιορ
-  printanier (printanière) journée, temps, tenue, couleur
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 printanier (-ière) [pʀɛ̃tanje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
printanier atmosphère, tenue:
-  printanier (-ière)
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
 
  
 