Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
longitudin|al (longitudinale) <αρσ πλ longitudinaux> [lɔ̃ʒitydinal, o] ΕΠΊΘ (gén)
- longitudinal (longitudinale)
-
- section conique/longitudinale/oblique/transversale
-
- coupe longitudinale/transversale
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- long
- longanimité
- long-courrier
- longe
- longer
- longitudinale
- longitudinalement
- longtemps
- longue
- longuement
- longuet