Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
incrédulité [ɛ̃kʀedylite] ΟΥΣ θηλ
1. incrédulité (gén):
2. incrédulité ΘΡΗΣΚ:
crédulité [kʀedylite] ΟΥΣ θηλ
I. incrédule [ɛ̃kʀedyl] ΕΠΊΘ
2. incrédule (en matière religieuse):
-
- unbelieving προσδιορ
II. incrédule [ɛ̃kʀedyl] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
incrédulité [ɛ̃kʀedylite] ΟΥΣ θηλ
incrédule [ɛ̃kʀedyl] ΕΠΊΘ
incrédulité [ɛ͂kʀedylite] ΟΥΣ θηλ
incrédule [ɛ͂kʀedyl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- limonadier
- limoneux
- limougeaud
- limousin
- limousine
- lincrédulité
- linéaire
- linéaments
- linéarité
- linge
- lingère