Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
jov|ial (joviale) <αρσ πλ jovials ou joviaux> [ʒɔvjal, o] ΕΠΊΘ
jovial personne, air, mine:
- jovial (joviale)
- jovial
- un air faussement jovial
-
στο λεξικό PONS
jovial(e) <s [ou -aux]> [ʒɔvjal, jo] ΕΠΊΘ
- jovial(e)
- jovial
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.