intempérant (intempérante) [ɛ̃tɑ̃peʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- intempérant (intempérante)
-
-
- intempérant τυπικ
- intemperate person
- intempérant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.