crapulent [βρετ ˈkrapjʊl(ə)nt, αμερικ ˈkræpjələnt], crapulous [ˈkræpjʊləs] ΕΠΊΘ τυπικ
1. crapulent (given to drink):
-  crapulent
-  intempérant τυπικ
2. crapulent (drunk):
-  crapulent
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
