Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
exaspération [ɛɡzaspeʀasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. exaspération (d'humeur):
- exaspération
-
2. exaspération (de besoin, douleur):
- exaspération
-
-
- exaspération θηλ
στο λεξικό PONS
exaspération [ɛgzaspeʀasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
- exaspération
-
-
- exaspération θηλ
exaspération [ɛgzaspeʀasjo͂] ΟΥΣ θηλ
- exaspération
-
-
- exaspération θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- exaltant
- exaltation
- exalté
- exalter
- examen
- exaspération
- exaspérer
- exaucement
- exaucer
- ex cathedra
- excavateur