Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
endiablé (endiablée) [ɑ̃djɑble] ΕΠΊΘ
1. endiablé rythme, valse, poursuite:
- endiablé (endiablée)
-
2. endiablé enfant:
- endiablé (endiablée)
-
στο λεξικό PONS
endiablé(e) [ɑ̃djɑble] ΕΠΊΘ
- endiablé(e) danse, rythme
-
- endiablé(e) vitalité
-
endiablé(e) [ɑ͂djɑble] ΕΠΊΘ
- endiablé(e) danse, rythme
-
- endiablé(e) vitalité
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.