Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
effroyable [efʀwɑjabl] ΕΠΊΘ
- effroyable cri, spectacle
-
-
- effroyable
- horrendous problem, mistake, cost, noise
- effroyable
- horrifying behaviour, ignorance
- effroyable
-
- effroyable
- grim sight, conditions
- effroyable
- ugly passion, violence
- effroyable
στο λεξικό PONS
-
- perspective effroyable
-
- perspective θηλ effroyable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.