Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. efféminé (efféminée) [efemine] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
efféminé → efféminer
II. efféminé (efféminée) [efemine] ΕΠΊΘ
- efféminé (efféminée)
-
I. efféminer [efemine] ΡΉΜΑ μεταβ
efféminer art, peuple:
II. s'efféminer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
s'efféminer αυτοπ ρήμα:
I. efféminer [efemine] ΡΉΜΑ μεταβ
efféminer art, peuple:
II. s'efféminer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
s'efféminer αυτοπ ρήμα:
στο λεξικό PONS
efféminé(e) [efemine] ΕΠΊΘ
- efféminé(e)
-
-
- efféminé(e)
efféminé(e) [efemine] ΕΠΊΘ
- efféminé(e)
-
-
- efféminé(e)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.