Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
innombrable [innɔ̃bʀabl] ΕΠΊΘ
1. innombrable (multiple):
2. innombrable (immense):
- innombrable foule, armée
-
dénombrable [denɔ̃bʀabl] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
innombrable [i(n)nɔ̃bʀabl] ΕΠΊΘ
innombrable [i(n)no͂bʀabl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.